καφέα

καφέα
η
επιστημονική ονομασία τού γένους τού καφεόδεντρου, τού οποίου τα σπέρματα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τού καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coffea (< απαρχαιωμένο σουηδ. coffe, coffe < απαρχαιωμένο γερμ. coffee < αγγλ. coffee). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από την ονομασία Kaffa (Kefa) τής νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, που θεωρείται τόπος καταγωγής του. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • καφεόδεντρο — το η καφέα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coffee plant] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”